- διχαστῆρες
- δῐχ-αστῆρες ὀδόντες, οἱ,A the incisors, Poll.2.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχαστήρ — διχαστήρ, ο (Α) [διχάζω] φρ. «διχαστῆρες ὀδόντες» οι κοπτήρες … Dictionary of Greek